Advertisement

Doctor blogger

ΤΗΛΕΌΡΑΣΗ ΠΡΟΣΕΧΩΣ

Μανώλης Μπικάκης: Ο Κρητικός που κατάφερε να σταματήσει τον Αττίλα

 


Η ιστορία του στρατιώτη Μπικάκη από τα Αστερούσια: Ο άνθρωπος που κατέστρεψε έναν Ουλαμό Αρμάτων Μάχης και διέλυσε ένα Τάγμα Τουρκικού Πεζικού !!!

Συγκλονίστηκα με την ιστορία του Μανώλη Μπικάκη, ενός Κρητικού από τον Αμύγδαλο Αστερουσίων, που δεν είναι πια στη ζωή. Δεν τον ήξερα, δεν ήξερα τίποτα για τη ζωή και τη δράση του. Κάποιος φίλος μου έστειλε ένα κείμενο από το διαδίκτυο, όπου περιγράφεται η δράση του. Έτσι άρχισε μια μικρή έρευνα γύρω από μια εντυπωσιακή μορφή της κυπριακής τραγωδίας. Επειδή στο αρχικό κείμενο αναφερόταν ότι καταγόταν από την Ασί Γωνιά, αναζήτησα εκεί τους συγγενείς του. Τελικά τους βρήκα στον κάμπο της Μεσαράς, όπου έχουν μετοικήσει οι κάτοικοι των έρημων σήμερα ποιμενικών οικισμών των Αστερουσίων.

Ποιος ήταν, λοιπόν, ο Μπικάκης; Ένας απλός Έλληνας στρατιώτης που τα έβαλε με ολόκληρο στρατό και ξεκλήρισε έναν ουλαμό αρμάτων μάχης και ένα τμήμα του τουρκικού πεζικού. Βρέθηκε με ελάχιστα πολεμοφόδια μέσα σε έναν απίστευτο καταιγισμό πυρών. Ήξερε καλά πως κανένα βλήμα δεν έπρεπε να πάει χαμένο. Δεν είχε δικαίωμα να αστοχήσει. Και τα κατάφερε! Κατέστρεψε εχθρικά τανκς, γκρέμισε, πυρπόλησε. Ήταν οι μέρες που η Χούντα της Αθήνας είχε προδώσει την Κύπρο μέσα σε ένα απίστευτο μίγμα ανοησίας και έπαρσης.

Μετά από μια ραδιοφωνική εκπομπή άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά μου, σαν ταινία κινηματογραφική, η ζωή ενός ανθρώπου που κατάφερε να γλιτώσει μέσα από τα δόντια του Αττίλα, αλλά τον κατάπιε το θηρίο που λέγεται άσφαλτος μια θλιβερή ημέρα του 1994, όταν ο Μανώλης ήταν μόλις 40 χρονών! Με τη βοήθεια των συγγενών του μίλησα με την αγαπημένη του σύντροφο, τη Νίκη (όχι Ελένη όπως γράφεται στο διαδίκτυο). Είναι μια ευγενέστατη Κυρία με πλατύ χαμόγελο, είναι το μικρό κορίτσι που σκεφτόταν ο ήρωας της Κύπρου εκείνες τις δύσκολες ημέρες του 1974.

ΟΜανώλης Μπικάκηςείναι το παλικαρόπουλο που 20 χρονών τα έβαλε μόνος του με ολόκληρο τον Αττίλα! Διέλυσε έξι τανκς μέσα σε λίγα λεπτά, σε μια κρίσιμη στιγμή της κυπριακής ιστορίας, λίγο πριν την ανακωχή.

Η περιπέτεια των παιδικών χρόνων

Τούτο το «ρεπορτάζ» γράφεται, λοιπόν, με μεγάλη καθυστέρηση. Δεν ξέρω αν είχε μιλήσει ο Μανώλης ποτέ δημοσίως, αν είχε αναφερθεί στα απίθανα περιστατικά που συνέθεσαν το μωσαϊκό της ζωής του. Ζήτησα από την κυρία Νίκη να ξεδιπλώσει το κουβάρι των δικών της αναμνήσεων, να μεταφέρει τις αφηγήσεις του Μανώλη της, αφού υπήρξε το πιο κοντινό του πρόσωπο. Επίσης, πολλές πληροφορίες οφείλονται στην αδελφή του την Κατερίνα, τον ανιψιό του Γιώργη Σπιθάκη, στη θεία του και σε άλλους συγγενείς και φίλους της οικογένειας. Ίσως να ενδιαφέρει πολύ λίγο η προ του 1974 ζωή του Μπικάκη, αφού τα συγκλονιστικά γεγονότα εκείνου του Αυγούστου επισκιάζουν κάθε άλλη περίοδο. Ωστόσο, η ζωή αυτού του ανθρώπου ήταν μια διαρκής περιπέτεια. Ήταν μόλις 11 χρονών όταν έφευγε πικραμένος και απελπισμένος από το χωριό του. Ένα παιδικό παιγνίδι ήταν αιτία. Δυο ξαδελφάκια περιεργάζονταν ένα όπλο. Το βρήκαν στα βουνά, στη μάντρα της οικογένειας. Το όπλο εκπυρσοκρότησε. Το παιδί που βρέθηκε απέναντι από την κάνη διαλύθηκε κυριολεκτικά.

Η Κατίνα, η αδελφή του Μανώλη,είχε την καλοσύνη να μου στείλει ένα εκπληκτικό κείμενό της, ένα γράμμα οκτώ σελίδων τετραδίου. Εξιστορεί τα γεγονότα με τον ατόφιο λαϊκό λόγο που γίνεται συγκλονιστικός στην απλότητά του. Γράφει η Κατίνα:

«Το 1966 διακοπές του Πάσχα, ο αδελφός μου, 11 χρονών, και τα δυο παιδιά του θείου μου, έξι το μικρό και οκτώ το άλλο, πήγαν στη μάντρα όπου είχαμε τα πρόβατα. Εκεί ήταν η μάνα τους και έφτιαχνε το γάλα. Βρήκαν ένα όπλο στη μάντρα, το περιεργαζότανε, πήρε φωτιά αυτό και σκοτώθηκε το 6 χρονών Αντωνιό. Δεν περιγράφεται τι έγινε αφού εβρέθηκε το όπλο στο χέρι του Μανώλη»

Θρήνος στον Αμύγδαλο. Ο Μανώλης δεν επιστρέφει στο χωριό. Πώς μπορεί να σκεφτεί ένα 11χρονο παιδί ότι η ουσιαστική ευθύνη ανήκε όχι στα παιδιά, ανήκε σε άλλους, ίσως σε ένα κακό παιγνίδι της τύχης; Λίγες μέρες μετά φεύγει και από το χωριό. Από τη στεναχώρια αρρωσταίνει. Νιώθει σαν χαμένος σε έναν κόσμο που δεν μπορούσε να του παράσχει ουσιαστική στήριξη. Η Κατίνα δεν τολμά να περιγράψει το σκηνικό. Με συγκινεί καθώς διαβάζω το γράμμα της: «Αν θέλεις να γράψεις ένα βιβλίο, έλα να με βρεις να σου διηγηθώ ιστορίες που ούτε στα παραμύθια δεν τις έχεις ακούσει…» Ναι, κυρία Κατίνα, γιατί και οι ζωές μας μοιάζουν με παραμύθια. Και περισσότερο η ζωή του Μανώλη. Συνεχίζει η Κατίνα:

«Έχει ο πατέρας μου ένα αδελφό στους Στόλους [χωριό της Μεσαράς], εκεί τον πήρε και ετελείωσε το Δημοτικό. Πήγαινε στο σχολείο όταν δεν ήταν άρρωστος, δηλαδή αρά και πού».

Η περιπέτεια δεν τελειώνει. Πηγαίνει σε άλλον συγγενή, στον Άγιο Θωμά. Ζωή χωρίς λύτρωση για ένα παιδί που δεν υπήρξε ουσιαστικός θύτης αλλά άτυχο θύμα μιας κακιάς στιγμής; Έτσι κυλούν οι μήνες και το παιδί μεγαλώνει χωρίς τη μητρική στοργή…

Κατίνα: «…Μετά αγοράσαμε ένα σπίτι στο Ασήμι, πήγε η αδελφή μου και του έκανε παρέα…άρχισε να μαθαίνει επιπλοποιός. Πήγαινε η μητέρα μας να το δει. Όταν έφευγε εκείνη την ακολουθούσε δυο και τρία χιλιόμετρα έξω από το χωριό. Η μάνα φοβόταν, του έλεγε:

– Γύρισε, παιδί μου, πίσω γιατί είσαι μοναχός και μακριά και δεν κάνει να είσαι μόνος…

Και της έλεγε:

– Άσε με ακόμη λίγο…

Δεν είχε χορτάσει την αγκαλιά της μάνας.

Δεν πήγε στο γάμο της Κατίνας ο Μανώλης. Δεν ξαναπήγε στο χωριό, όπου όλα του θύμιζαν εκείνη τη φρικτή κατάληξη ενός παιγνιδιού. Άλλωστε, όλα τα παιδιά παίζουν με τα όπλα. Συνήθως, όμως, τα όπλα είναι ψεύτικα.

Για πρώτη φορά ξαναγύρισε στον Αμύγδαλο μετά την απόλυσή του από το στρατό. Αλλά τότε δεν ήταν το Μανωλιό του 1966. Ήταν ο ήρωας της Κύπρου!

manolis_mpikakis_stratiotis

manolis_mpikakis_stratiotis_2

Ο καταστροφέας των τανκς

Προσπαθώ να ανασυνθέσω την εποχή του χαμού, τις πικρές ημέρες του Ελληνισμού, βασιζόμενος κυρίως στις πληροφορίες που πρόθυμα (και πρόσχαρα) μου έδωσε η Νίκη, στις μνήμες των στενών συγγενών του και στις τοπογραφικές και ιστορικές πληροφορίες που έλαβα από τον καλό μου φίλο, τον ιστορικό ερευνητή Κωστή Κοκκινόφτα (επιστημονικό συνεργάτη στο Πολιτιστικό Ίδρυμα της Μονής Κύκκου).

Κύπρος 1974. Μια μέρα μετά τη μεγάλη γιορτή της Παναγιάς, Αύγουστος μήνας. ΟΜανώλης Μπικάκηςείναι μόλις 20 χρονών (είχε γεννηθεί το 1954), παλικάρι γεροδεμένο. Υπηρετούσε στις Ειδικές Δυνάμεις, ήταν ένας από τους καταδρομείς εκείνους που είχαν μεταφερθεί από τα Χανιά στην Κύπρο για να αντιμετωπίσουν τουςεισβολείς του Αττίλα. Κανείς δεν ήξερε πού θα πήγαιναν όταν επιβιβάστηκαν στο αεροπλάνο. Τους είπαν απλά ότι επρόκειτο να πάνε στη Ρόδο. Η μετάβαση στην Κύπρο και η περιπέτεια της προσγείωσης των ελληνικών πολεμικών αεροπλάνων συνιστούν λεπτομέρειες που δεν χωρούν σε αυτό το κείμενο, έχουν άλλωστε γραφτεί πολλές φορές. Στην Κρήτη η οικογένειά του δεν ήξερε τίποτα. Όταν άκουσαν όμως για αλεξιπτωτιστές που έφυγαν από τα Χανιά, οι συγγενείς πάγωσαν. Ήξεραν ότι ο Μανώλης θα ήταν ένας απ’ αυτούς. «Τηλεφωνώ στη μονάδα του, λέει τώρα η Κατίνα, δεν απαντούσε κανείς. Μετά από πεντέξι μέρες μου είπαν πως δεν μπορούν να μιλήσουν και πως είναι καλά… Έλιωνα χωρίς να ξέρω τι γινόταν όσο περνούσαν οι μέρες. Ξαναπαίρνω μια μέρα τηλέφωνο και τους ζητώ ευθέως να μου πουν αν είναι σκοτωμένος, αιχμάλωτος, αν είναι ζωντανός. Και μου λέγανε πάντα: δεν ξέρομε, δεν μπορούμε, όταν είναι κάτι θα ειδοποιήσουν τον πατέρα του…»

Εκείνη τη μέρα του Αυγούστου, λοιπόν, ο Μανώλης βρέθηκε στη Λευκωσία, κοντά στη Σχολή Γρηγορίου, σε θέση άμυνας. Από την προ-προηγούμενη μέρα είχε αρχίσει το δεύτερο μέρος της τραγωδίας. Η επέλαση των εισβολέων, η προσπάθεια κατάληψης της Αμμοχώστου, ο εγκλωβισμός των χωριών προς την περιοχή της Καρπασίας. Οι μάχες γύρω από τη Λευκωσία είναι σκληρές. Οι Τούρκοι προσπαθούν με κάθε τρόπο να εξασφαλίσουν τον έλεγχο όσο το δυνατόν περισσότερων εδαφών, να στραγγαλίσουν την Πρωτεύουσα, να την αποκλείσουν από μεγάλα τμήματα της ενδοχώρας. Σήμερα, με τη γνώση των γεγονότων που ακολούθησαν, μπορούμε να κατανοήσομε τους λόγους. Το ίδιο βράδυ επρόκειτο να υπογραφεί ανακωχή.

Ο Μανώλης βρέθηκε με ένα συνάδελφό του στη γραμμή του πυρός. Είχε διασπαστεί η μοίρα και είχαν απλωθεί οι άνδρες για να αποκρούσουν καλύτερα τις εχθρικές επιθέσεις. Μέσα στη βροχή από σφαίρες, στις συνεχείς εκρήξεις και στα πυρά του εχθρού οι δυο σύντροφοι χάνονται μεταξύ τους. Οι λόγοι είναι άγνωστοι, αλλά κατανοητοί.. Λίγο να μετακινήθηκαν προς αντίθετες κατευθύνσεις, λίγο να άλλαξαν θέσεις… Άλλωστε οι Τούρκοι είχαν την αεροπορική υπεροπλία. Μαχητικά και βομβαρδιστικά πετούσαν διαρκώς προς κάθε κατεύθυνση.

Αληθινή κόλαση ο τόπος που σήμερα περιγράφεται απλά ως «νεκρή ζώνη». Το εικοσάχρονο παλικάρι από την Κρήτη έχει ένα αντιαρματικό όπλο ΠΑΟ στον ώμο του και μόλις οκτώ βλήματα στη διάθεσή του. Όπως είπαμε, ο άλλος στρατιώτης, Μπινιχάκης το όνομά του, είχε χαθεί. Τον φώναξε μερικές φορές ο Μανώλης αλλά απόκριση δεν πήρε. Ήταν, άλλωστε, πολύ δύσκολο να ακούσει κανείς ανθρώπινη φωνή μέσα σε εκκωφαντικούς ήχους και πυροβολισμούς. Συγκλονίστηκε ο Μανώλης. Μπροστά στις μπούκες των αρμάτων σκεφτόταν αυτό το άτυχο παιδί, το σύντροφό του, που πίστευε ότι χτυπήθηκε από βόλι εχθρικό. Αψήφησε τον καταιγισμό και άρχισε να ψάχνει για το άψυχο κουφάρι του. Δεν έβρισκε τίποτα. Ωστόσο, ένας ουλαμός αρμάτων προχωρούσε προς το μέρος του. Βρίσκονταν μόλις 300 μέτρα μακριά. Ήταν ζήτημα χρόνου να χαθεί κι ό ίδιος.

Έρποντας κινήθηκε προς το όπλο και τα οκτώ βόλια που είχε στη διάθεσή του. Πήρε ένα, όπλισε.

«Βρισκόταν μέσα σε κάτι χαρακώματα ο Μανώλης, όταν είδε τα άρματα μάχης να κατευθύνονται προς το μέρος του», λέει η Νίκη. «Χωρίς να χάσει καιρό σημαδεύει το πρώτο και το πετυχαίνει»… Ήταν ένα θηρίο Μ48, αμερικάνικης κατασκευής. Από τα πιο βαριά που χρησιμοποιήθηκαν στην εισβολή. Η βολή του παλικαριού από τα Αστερούσια κάνει συντρίμμια το αμερικάνικο θηρίο.

Αυτή ήταν η αρχή. Ο εικοσάχρονος πολεμιστής βρίσκεται πια ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά. Προσπαθούν όλοι να τον πετύχουν. Εκείνος, λες κι είναι μεθυσμένος (θυμάστε το «αθάνατο κρασί του 21» που έγραφε ο μεγάλος Παλαμάς;). Δεν υπολογίζει το θάνατο. Έπρεπε να υπερασπιστεί ένα λόφο και να μην αφήσει τους Τούρκους να περάσουν. Η περιοχή βρίσκεται κοντά στο σημερινό κόμβο «Κολοκασίδης», σε ένα στρατηγικό σημείο για τον έλεγχο της πόλης. Πολύ κοντά ήταν ο δρόμος προς Μόρφου και Γερόλακκο, περνούσε δίπλα από τη σχολή Γρηγορίου. Κι εκεί στο Γερόλακκο ήταν η βάση της ΕΛΔΥΚ, της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου.



www.cretanmagazine.gr



Powered By BloggerTips.gr