Το λογοτεχνικό περιβάλλον πριν από την Επτανησιακή Σχολή
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΝΔΡΕΙΩΜΕΝΟΣ
Η «Μασσαλιώτιδα» στα Επτάνησα:
Ξαναδιαβάζοντας τους «Προσολωμικούς» ποιητές
εκδ. Ιδρυμα Κώστα και Eλένης Ουράνη, 2016
Η «Μασσαλιώτιδα» στα Επτάνησα:
Ξαναδιαβάζοντας τους «Προσολωμικούς» ποιητές
εκδ. Ιδρυμα Κώστα και Eλένης Ουράνη, 2016
Η κατάληψη των Επτανήσων από τους Γάλλους δημοκρατικούς τον Ιούνιο του 1797 αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς στην ιστορία τους, καθώς η άφιξη των Γάλλων σήμανε κοινωνικές ανατροπές και νέες εξελίξεις. Τα Ιόνια ενσωματώθηκαν στη Γαλλία και αποτέλεσαν επαρχίες της με τη συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο στις 17 Οκτωβρίου του 1797. Τότε η διοίκηση οργανώθηκε κατά τα γαλλικά πρότυπα και διατηρήθηκε σε ισχύ μέχρι τον Φεβρουάριο του 1799, οπότε ολοκληρώθηκε η κατάληψη των νησιών από τους Ρωσότουρκους.
Την περίοδο αυτή αναπτύχθηκε μια αξιοπρόσεκτη στιχουργική παραγωγή, η οποία σήμανε την ουσιαστική στροφή της Επτανησιακής Λογοτεχνίας από τα λαϊκά (και μη) θεατρικά δρώμενα και τραγούδια στην έντεχνη λογοτεχνική δημιουργία - μια νέα πραγματικότητα, η οποία αντικατοπτρίζεται και στα στιχουργήματα αρκετών Επτανήσιων λογίων της εποχής, από τους οποίους κάποιοι διακρίνονταν για τα βαθιά δημοκρατικά τους αισθήματα και άλλοι όχι.
Πρόκειται για ποιητές, σχεδόν αποκλειστικά Ζακυνθίους, οι οποίοι έδρασαν από τα μέσα του 18ου έως τις δύο πρώτες δεκαετηρίδες του 19ου αιώνα και στιχούργησαν κοινωνικές σάτιρες, πατριωτικά θούρια, καθώς και επαναστατικά τραγούδια με πολιτικό χαρακτήρα και δηκτικό πνεύμα εξαιτίας της κοινωνικής οργάνωσης της Επτανήσου, χωρίς να λείπουν και κάποια ποιήματα λυρικά, κυρίως ερωτικά. Στους ποιητές αυτούς προστίθενται και κάποιοι λίγοι λόγιοι από άλλα νησιά, αλλά τα έργα τους είναι σε διαφορετική γλωσσική μορφή, που ποικίλλει από την αρχαία ελληνική ίσαμε την ιταλική και τη λατινική.
Η πλειονότητα αυτών, αν και συγκροτείται από ποιητές της κοινωνικής και πολιτικής συγκυρίας, μας προσφέρει στιχουργήματα σημαντικά, όχι μόνο γιατί ενίοτε αναπαράγουν ή αμφισβητούν τις ιδέες και το κλίμα της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά και επειδή σηματοδοτούν μια αξιοπρόσεκτη εξέλιξη στον χώρο της έντεχνης στιχουργίας. Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι είναι η πρώτη φορά, μετά τη λογοτεχνική συνεισφορά της Κρητικής Αναγέννησης -η οποία στον χώρο του θεάτρου συνεχίζεται στα ίδια γλωσσικά και στιχουργικά μοτίβα και στα Επτάνησα μετά την πτώση του Χάνδακα στα 1669- που γνωστοί ποιητές γράφουν, ως ομάδα, στίχους κοντά στη γλώσσα του λαού, προς τον οποίο άλλωστε ενδιαφέρονται να απευθυνθούν, λόγω του χαρακτήρα τους που σαφώς είναι πολιτικός-προπαγανδιστικός, και τούτο σε μια περίοδο κατά την οποία η δημοτική ποίηση ήκμαζε, μέσα στην «ανωνυμία» της. Από τους πιο έντονους υποστηρικτές του είδους ας αναφερθεί ο Αντώνιος Μαρτελάος, ο οποίος, παρά τις ευγενείς οικογενειακές καταβολές του, τάχθηκε στο πλευρό των δημοκρατικών και των πατριωτών, αντιμετωπίζοντας διώξεις, χλευασμούς και εντέλει κλονισμό της υγείας του. Και να φαντασθεί κανείς ότι ως ιερέας συνέθεσε αρχαΐζουσες ωδές, υμνογραφικά άσματα, εκκλησιαστικούς και πολιτικούς λόγους, αλλά η ανάγκη να γίνει καταληπτός από τον λαό τον ώθησε να πλησιάσει το λαϊκό γλωσσικό αίσθημα, με αποτέλεσμα οι στίχοι του να γνωρίσουν μεγάλη διάδοση, να αναπαραχθούν σε πολλά αντίγραφα και να μείνουν γνωστοί στις επόμενες γενιές. Επικριτής του Μαρτελάου ανεφάνη ο Νικόλαος Κουτούζης, ο οποίος, χωρίς να είναι θαυμαστής των αριστοκρατών ή προπαγανδιστής τους, υπήρξε επιφυλακτικός απέναντι στους δημοκρατικούς Γάλλους και τον Ναπολέοντα, και φυσικά στους συμπατριώτες του οπαδούς του, με πρώτο και καλύτερο τον Μαρτελάο. Στο ίδιο περιβάλλον προσέλαβε και τις πρώτες του παραστάσεις ο Ανδρέας Κάλβος, ο οποίος στα νιάτα του αφιέρωσε και αυτός μια ωδή στον Ναπολέοντα, την οποία όμως αργότερα δεν δίστασε να αποκηρύξει γιατί δεν πέτυχε τον στόχο της. Αυτοί οι Ζακυνθινοί, κυρίως, στιχουργοί προετοίμασαν το έδαφος και το πνευματικό περιβάλλον για τη μεταγενέστερη Επτανησιακή Σχολή και για τον λόγο αυτόν αποκλήθηκαν συμβατικά «προσολωμικοί», ενώ και ο Διονύσιος Σολωμός, στις πρώιμες τουλάχιστον γραφές του, δείχνει να επηρεάζεται εν μέρει από την εντόπια στιχουργική λαϊκή παράδοση καθώς και από μοτίβα των συγκεκριμένων ποιητών.
Mετά τη βιβλιογραφική συμβολή των καθηγητών Γ. Θ. Ζώρα και Φ. Κ. Μπουμπουλίδου, κυρίως τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, οι οποίοι συνέχισαν εν πολλοίς, συμπληρώνοντας και τεκμηριώνοντας, τις παλαιότερες εργασίες του Σπυρίδωνος Δε Βιάζη, του Παναγιώτη Χιώτη, του Λεωνίδα Χ. Ζώη κ.ά., οι όποιες επιμέρους μεταγενέστερες δημοσιεύσεις δεν ασχολήθηκαν με τον συστηματικό συσχετισμό αυτής της ομάδας των αποκαλούμενων «προσολωμικών» με την περίοδο εντός της οποίας έδρασαν.
Το βιβλίο του Γιώργου Ανδρειωμένου έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο κενό, εφόσον εντάσσει μεθοδικά τα στιχουργήματα αυτών των δημιουργών στα συμφραζόμενα της μεταιχμιακής περιόδου που τα γέννησε. Οι ποιητές «ξαναδιαβάζονται» και ανθολογούνται σε συνάρτηση με την καταλυθείσα Ενετοκρατία, τον ερχομό των Γάλλων δημοκρατικών και τη μεταφορά των ιδεών και των πρακτικών της Γαλλικής Επανάστασης στα Επτάνησα.
Η έκδοση, προκειμένου να προσφέρει μια σαφή εικόνα της επτανησιακής προσολωμικής ποίησης, εκτός από ένα χρηστικότατο γλωσσάριο ιδιωματικών λέξεων και φράσεων, περιλαμβάνει σε παράρτημα και ένα πολύ χρήσιμο ανθολόγιο όπου παρατίθενται όσα προσολωμικά στιχουργήματα χρησιμοποιήθηκαν κατά τη σύνθεση της μελέτης, ώστε να έχει ο αναγνώστης στη διάθεσή του το σύνολο των πρωτογενών πηγών, αλλά και ένα ικανό corpus κειμένων, που καταδεικνύει το ύφος και τα χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων ποιητών. Αξίζουν συγχαρητήρια στο Ιδρυμα Ουράνη που περιέλαβε αυτό το βιβλίο στις εκδόσεις του.
* Ο κ. Διονύσης Ν. Μουσμούτης είναι συγγραφέας, διευθυντής του περιοδικού Ιστορία.
Πηγή : Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ